- χαφιεδισμός
- ο1) шпионаж, шпионство, выслеживание, сыск; 2) доносительство; стукачество (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαφιεδισμός — ο, Ν 1. στάση και συμπεριφορά χαφιέ 2. πράξη και ενέργεια χαφιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαφιέδ ες, πληθ. τής λ. χαφιές + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
χαφιεδισμός — ο ενέργεια που αρμόζει σε χαφιέ, κάθε πράξη χαφιέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκοπία — η κατασκόπευση, χαφιεδισμός, συλλογή πληροφοριών που αναφέρονται στα κρατικά μυστικά μιας χώρας: Τον συνέλαβαν για κατασκοπία και τον έκλεισαν στις φυλακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)